- λεγεώνα
- légion
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λεγεώνα — Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν … Dictionary of Greek
λεγεώνα — η 1. ρωμαϊκό στρατιωτικό σώμα: Οι λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα. 2. στρατιωτικό σώμα από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους στρατιώτες: Λεγεώνα των ξένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… … Dictionary of Greek
λεγεῶνα — λεγεών legio fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεγεώνα της Τιμής — (γαλλ. Légion d’ honneur). Γαλλικό ιπποτικό τάγμα και τιμητικός τίτλος που καθιερώθηκε από τον Μέγα Ναπολέοντα στις 19 Μαΐου 1802 με τον σκοπό να τιμήσει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της Γαλλίας για τις υπηρεσίες που παρείχαν στη χώρα. Όσοι… … Dictionary of Greek
Αμερικανική Λεγεώνα — (American Legion).Οργάνωση των βετεράνων πολεμιστών των ΗΠΑ. Τα μέλη της πολέμησαν στον Α’ και τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και στους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ. Έδρα της Α.Λ. είναι η Ινδιανάπολη της πολιτείας Ιντιάνα. Ιδρύθηκε με… … Dictionary of Greek
λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
θηβαϊκός — και θηβαίικος, ή, ό (ΑΜ θηβαϊκός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα») αρχ. το θηλ. ως ουσ. 1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα) η χώρα τών Θηβαίων 2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» ρωμαϊκή… … Dictionary of Greek
ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… … Dictionary of Greek
λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… … Dictionary of Greek